Μονεμβασιά και Πειρατές
Μονεμβασιά 2:53 μ.μ.
Η Μονεμβασιά αποτέλεσε σημαντικό κάστρο το οποίο προφύλαξε τη ρότα των πλοίων του εμπορίου μεταξύ ορμητηρίων ντόπιων και ξένων πειρατών αλλά και κουρσάρων στο πέρασμα των αιώνων. Λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας βρέθηκε περιτριγυρισμένη ανατολικά από τους πειρατές από το Σαρακήνικο της Μήλου, νότια της από αυτούς στο Κάβο Μαλέα, στο Σαρακίνικο της Ελαφονήσου και στο Μαραθιά και στα βόρεια από πειρατές και κουρσάρους από τον Γέρακα (Πόρτο Καδένα) και από άλλα πολλά μικρότερα ορμητήρια.
Τον 16ο και ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα, η πειρατεία αποτελεί κανόνα της καθημερινής ζωής. Από το Βόρειο Αιγαίο ως το Μυρτώο και το Λιβυκό πέλαγος τα πειρατικά και κουρσάρικα καράβια παραμονεύουν. Οι απέραντες ελληνικές ακτές με την ιδιαίτερη ακτογραμμή, τους βράχους, τις σπηλιές και τους πάμπολλους αθέατους όρμους είναι ιδανικά κρησφύγετα. Ο περιηγητής Deshayes συμβουλεύει τους ταξιδιώτες για Κωνσταντινούπολη να αποφεύγουν το ταξίδι με πλοίο, διότι οι πειρατές καραδοκούν ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο (Κάβο Μαλέα).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά την περίοδο της πειρατείας παρουσιάζει η νήσος Κίμωλος, η οποία έχει κάτι σαν ασυλία από πειρατές και κουρσάρους καθώς φιλοξενεί μόνο περί τις πεντακόσιες γυναίκες και έξι με οκτώ καθολικούς παπάδες για τις ανάγκες των πειρατών του Αιγαίου. Τα ελληνικά κουρσάρικα και πειρατικά είχαν συνήθως στα πληρώματα τους ορθόδοξους παπάδες όπου για τα πειρατικά της Μάνης ήταν απαράβατος κανόνας.
Ο Ιούλιος Βερν το 1883 έως 1888 ακολουθεί θαλάσσιες ρότες με μηχανοκίνητο ιστιοφόρο. Το 1884 γράφει το βιβλίο "Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες" (ή "Οι Πειρατές του Αιγαίου") όπου και μας περιγράφει πως στην Μάνη οι μοναχοί ήταν ουσιαστικά βιγλάτορες που καραδοκούσαν να φανεί κάποιο πλοίο και με τεχνάσματα μετά να το οδηγήσουν στα βράχια ή σε κάποιο ύφαλο. Έτσι λοιπόν μπορούσαν οι ντόπιοι να πλιατσικολογήσουν χωρίς κινδύνους. Τέλος αναφέρεται διεξοδικά στην περιοχή της Μάνης του Μαραθιά, Κυθήρων και Αντικυθήρων.
Σ' όλα τα νησιά του Αρχιπελάγους και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, βίγλες, απ' όπου οι βιγλάτορες παρακολουθούσαν μέρα και νύχτα τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά και ειδοποιούσαν τον πληθυσμό μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο.
Διαβόητος έμεινε σε όλη την Μεσόγειο ο Έλληνας εξωμότης πειρατής και κουρσάρος Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης). Στην ουσία όμως δεν επρόκειτο για έναν αλλά για δύο αδέρφια, οι οποίοι κατάγονταν από τη Λέσβο και ήταν εγγόνια παπά. Το 16ο αιώνα είχαν καταληστέψει με τα πλοία τους όλα τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου και τις Ενετοκρατούμενες Κυκλάδες, σπέρνοντας τον τρόμο σε όλο το Αιγαίο με απίστευτη αγριότητα, δημιουργώντας μέχρι και δικό τους κράτος (Μπαρμπαριά) και κόβοντας δικό τους νόμισμα.
Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου επιδίδονται στην πειρατεία άνθρωποι κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος από νησιώτες μέχρι Τυνήσιους, Βενετούς, Σικελούς και Τούρκους. Πειρατές ήταν και οι Μανιάτες. Τη Μάνη την ονόμαζαν Μεγάλο Αλγέρι. Τον 18 αιώνα, η Μάνη ζει από πειρατικές επιδρομές αποκλειστικά. Όταν δεν ταξιδεύουν με τα καράβια τους, ενεδρεύουν περιμένοντας να παρασυρθεί κάποιο καράβι στην ακτή από την κακοκαιρία ή από τα δόλια τεχνάσματα τους.
Αρχές 19ου αιώνα ο αριθμός των ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 ήταν περί τα 1.500 πλοία και 50.000 ναύτες που ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα. Αυτός που τελικά κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση, ήταν ο Καποδίστριας όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Η πειρατεία εκριζώθηκε με τη σύσταση δύο ελληνικών μοιρών υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Ωστόσο η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε, αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1830 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία.
Η εμφάνιση πειρατικών πλοίων στην ελληνική θάλασσα διακόπηκε οριστικά το 1850, όταν το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε την καταδίωξή τους με την παράλληλη δράση και ξένων στόλων καταστρέφοντας οριστικά τα πειρατικά ορμητήρια του Αιγαίου. Από τη χρονιά αυτή ξεκινάει ως ένδειξη ελευθερίας και το άσπρισμα των σπιτιών στα νησιά του Αιγαίου από τους ντόπιους, καθώς δεν υπάρχει πια ο κίνδυνος θέασης των χωριών από τους πειρατές.
Το άσπρισμα έγινε και σε πολλά σπίτια στο κάστρο της Μονεμβασιάς αλλά ευτυχώς από το 1950 και μετά σταδιακά αποκαταστάθηκαν τα ασβεστωμένα σπίτια στην αρχική τους μορφή κι έτσι από το 1970 περίπου και μετά το κάστρο έχει την μορφή που βλέπουμε και σήμερα.
Εν κατακλείδι τον 19ο αιώνα, τα κρούσματα και οι πειρατικές επιδρομές γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ' ότι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.
Οι δε οικισμοί στα παραθαλάσσια μέρη και στα νησιά μέχρι τότε βρίσκονταν μακριά από την θάλασσα σε αθέατα σημεία και σε πάμπολλες περιπτώσεις τα σπίτια χτίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο σε μορφή κάστρου (συναντάτε σε όλο το Αιγαίο). Η Μονεμβασιά μαζί με ελάχιστα άλλα μέρη στα νερά του Αιγαίου αποτελεί εξαίρεση χάρις στην οχύρωση της παρότι ήταν περιτριγυρισμένη από ορμητήρια πειρατών καθώς η θέση της βρίσκεται στο πέρασμα των πλοίων από την Ιταλία και Δυτ. Μεσόγειο προς το Αιγαίο και τον Εύξεινο πόντο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο