Καπταιν Τζέηκ Λάνκστερ
Διηγημα, Πειρατές, Captain J.Lankster 4:11 π.μ.
Σας λείπει η πείρα…Αυτό το ταξίδι θα σας κάνει καλό
( Ο Έντουαρντ Τζ.Ρόμπισον στον Βόλφ Λάρσεν)
ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ, Ο θαλασσόλυκος
Λιμάνι της Νάπολι,
Ιταλία.
Ο τριαντάχρονος λοστρόμος του γαλονιού ‘Κρίνος’, μόλις είχε χάσει και τα τελευταία του δουκάτα σε μια καταδικασμένη από πριν ζαριά. Άδειασε μονορούφι το ρούμι από το ξύλινο κύπελλό του και το χτύπησε δυνατά στο τραπέζι. Σηκώθηκε χαμογελώντας ειρωνικά και έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς τους Μαλτέζους ναύτες του καπηλειού ‘Πανσέληνος’. Προχώρησε τρικλίζοντας και σκοντάφτοντας συνεχώς σε τραπέζια και καρέκλες, με κατεύθυνση την εξώπορτα. Με δυσκολία κατάφερε να διασχίσει την πολύβουη σάλα, που ήταν ασφυκτικά γεμάτη από καπνούς, μεθυσμένους ναυτικούς, αλήτές του λιμανιού, και πόρνες. Πόρνες που βοηθούσαν τους ζαλισμένους από το πιοτό ναύτες να αδειάζουν τις τσέπες τους μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς να το καταλάβουν. Aρκούσε ένα απλό ηδονικό χαμόγελο, που υποσχόταν πολλά και δεν πρόσφερε το παραμικρό.
O λοστρόμος άνοιξε την ανεμοδαρμένη και σαρακοφαγωμένη ξύλινη πόρτα και το θαλασσινό αγέρι που τον χτύπησε με ορμή στο πρόσωπο, τον βοήθησε να συνέλθει κάπως από τη ζαλάδα του πιοτού. Έξω είχε νυχτώσει για τα καλά, μαύρα σύννεφα ταξίδευαν στον ουρανό και η προβλήτα του λιμανιού ήταν έρημη. Το θόλο βλέμμα του έπεσε προς το μέρος που ήταν αγκυροβολημένα τα λιγοστά πλοία. Κατάρα! Aκόμα να φανεί ο ‘Κρίνος’. Σίγουρα θα καθυστέρησε στην καταιγίδα. Aυτό σημαίνει ότι θ’ αναγκαστώ να περάσω και τρίτη νύχτα σ’ αυτό το άθλιο πανδοχείο. Ένα είναι σίγουρο… Aπόψε δεν είναι η τυχερή μου νύχτα.
Περπατούσε βιαστικά, καθώς η βροχή ολοένα και δυνάμωνε. Έσφιξε πάνω του το φθαρμένο, σκουρόχρωμο πανωφόρι του και έκρυψε τα χέρια του στις μόνιμα τρύπιες τσέπες, για να τα προφυλάξει από το τσουχτερό κρύο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το λιμάνι, με την ελπίδα μήπως και εμφανιστεί ο ‘Κρίνος’. Έστριψε δεξιά σ’ ένα στενό, πλακόστρωτο σοκάκι, κάθετο στην περιβόητη οδό Αντρέ, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Καθώς περπατούσε, ένιωσε ότι κάποιος τον ακολουθεί· είχε αυτή την αίσθηση από την ώρα που έφυγε από το καπηλειό του Σανιόλ. Επιβράδυνε τον βηματισμό του σταδιακά, έπιασε αργά-αργά τη λαβή του στιλέτου που ήταν περασμένο στο καφετί, ξεφτισμένο ζωνάρι του και το έσφιξε γερά στο δεξί του χέρι. Περπάτησε λίγα ακόμη μέτρα και άξαφνα γύρισε προς τα πίσω, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει οτιδήποτε εμφανιστεί μέσα από το σκοτάδι. Τότε ο λοστρόμος
ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, που πρέπει ν’ ακούστηκαν σε ολόκληρη τη Μασσαλία. Ο εχθρός που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν ένα κανελί, μουσκεμένο κουτάβι, που κουνούσε την ουρά του παιχνιδιάρικα. Γονάτισε και το χάιδεψε στο κεφάλι, λέγοντας:
- Πρέπει να ’σαι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που αποζητά τη συντροφιά μου.
- Αδικείς τον εαυτό σου, λοστρόμε! Kι εμείς σ’ αγαπάμε.
Ο λοστρόμος γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος που ακούστηκε η άγρια αντρική φωνή, ενώ ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει σαν δαιμονισμένος.
- Ποιος το ’πε αυτό; Ρώτησε νευρικά ο Τζέηκ, που αδυνατούσε να διακρίνει οτιδήποτε μέσα στο σκοτάδι και τη δυνατή νεροποντή.
- Η συνείδησή σου. Απάντησε η φωνή και τότε μια αστραπή τράνταξε τον ουρανό, φωτίζοντας για λίγα δευτερόλεπτα το στενό σοκάκι. Το έμπειρο μάτι του λοστρόμου πρόλαβε να διακρίνει τρεις γεροδεμένους άντρες, οπλισμένους με γυμνά στιλέτα.
- Ποιοι είστε; Τι ζητάτε από μένα; Φώναξε, μη μπορώντας να διακρίνει τα πρόσωπα τους, παρά μόνο τις φιγούρες τους.
- Χρωστάς την ίδια σου τη ζωή, λοστρόμε! Ο Ντελγάδο λέει ότι το χρέος σου φτάνει τα δύο χιλιάδες δουκάτα. Δυστυχώς για σένα, πρέπει να το ξοφλήσεις αμέσως.
- Το γνωρίζω αυτό, κάθαρμα… είμαι όμως άνθρωπος με τιμή και θα ξεπληρώσω το χρέος μου μόλις επιστρέψω από το ταξίδι μου. Δεν ήταν ανάγκη ο Ντελγάδο να στείλει τα τσιράκια του να με τρομάξουν.
- Πάψε, σκύλας γιε! Αρκετά σε ανέχτηκα. Ξεπλήρωσε το χρέος σου αμέσως και ίσως σε λυπηθώ και ζήσεις λίγα λεπτά ακόμα. Μην ξεχνάς όμως, ότι γνωρίζουμε πολύ καλά πως είσαι μπλεγμένος σε καταστάσεις που δεν σε αφορούν…
Ο λοστρόμος δεν απάντησε, έσκυψε το κεφάλι του και χαμογέλασε. Ώστε γι’ αυτό θέλετε το τομάρι μου, καθάρματα. Πολύ καλά. Aφού το θέλετε έτσι, έτσι θα γίνει! Έπιασε με το δεξί του χέρι το πιστόλι και με το άλλο το στιλέτο. Έσκυψε απότομα και πέταξε το στιλέτο του προς την φιγούρα που διέκρινε καλύτερα. Τον πέτυχε κατευθείαν στην καρδιά. Ο γεροδεμένος άντρας άφησε μια πνιχτή κραυγή, πισωπάτησε και σωριάστηκε στο έδαφος.
- Καταραμένε! Θα πεθάνεις απόψε.
O λοστρόμος γύρισε αστραπιαία προς την κατεύθυνση που ακούστηκε η φωνή και πυροβόλησε στο σκοτάδι. Στάθηκε τυχερός, καθώς η μολυβένια σφαίρα έσχισε τον αέρα και καρφώθηκε στο κεφάλι του άγνωστου άντρα.
Ο λοστρόμος πετάχτηκε όρθιος και έσυρε το σπαθί του. Άλλος ένας και είμαι ελεύθερος. Δεν ξέχασα την τέχνη μου. Tην ίδια στιγμή άκουσε ένα υπόκωφο τρίξιμο και κοίταξε διστακτικά προς το κτίριο που υψωνόταν δίπλα του, με την άκρη του ματιού του. Tο επόμενο δευτερόλεπτο ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Αισθάνθηκε ένα ζεστό τσίμπημα στο στήθος και κοίταξε το πανωφόρι του, που άρχισε να κοκκινίζει από το πηχτό αίμα. Έπεσε στα γόνατα και του γλίστρησε το σπαθί από το χέρι. Είναι σίγουρο πια, δεν είναι η τυχερή μου μέρα.
Το κανελί σκυλί βγήκε από την κρυψώνα του, ένα σπασμένο βαρέλι κρασιού, και πλησίασε δειλά δειλά τον αδικοχαμένο Ντελγάδο. Έκατσε στα δύο πόδια δίπλα του και άρχισε να κλαψουρίζει. Τότε αισθάνθηκε δύο στιβαρά χέρια να το σφίγγουν και να το στριμώχνουν βιαστικά στην αγκαλιά τους.
Είσαι ο μοναδικός μάρτυρας, μικρέ μου. Καλύτερα να έρθεις μαζί μου!
ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ, Ο θαλασσόλυκος
Λιμάνι της Νάπολι,
Ιταλία.
Ο τριαντάχρονος λοστρόμος του γαλονιού ‘Κρίνος’, μόλις είχε χάσει και τα τελευταία του δουκάτα σε μια καταδικασμένη από πριν ζαριά. Άδειασε μονορούφι το ρούμι από το ξύλινο κύπελλό του και το χτύπησε δυνατά στο τραπέζι. Σηκώθηκε χαμογελώντας ειρωνικά και έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς τους Μαλτέζους ναύτες του καπηλειού ‘Πανσέληνος’. Προχώρησε τρικλίζοντας και σκοντάφτοντας συνεχώς σε τραπέζια και καρέκλες, με κατεύθυνση την εξώπορτα. Με δυσκολία κατάφερε να διασχίσει την πολύβουη σάλα, που ήταν ασφυκτικά γεμάτη από καπνούς, μεθυσμένους ναυτικούς, αλήτές του λιμανιού, και πόρνες. Πόρνες που βοηθούσαν τους ζαλισμένους από το πιοτό ναύτες να αδειάζουν τις τσέπες τους μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς να το καταλάβουν. Aρκούσε ένα απλό ηδονικό χαμόγελο, που υποσχόταν πολλά και δεν πρόσφερε το παραμικρό.
O λοστρόμος άνοιξε την ανεμοδαρμένη και σαρακοφαγωμένη ξύλινη πόρτα και το θαλασσινό αγέρι που τον χτύπησε με ορμή στο πρόσωπο, τον βοήθησε να συνέλθει κάπως από τη ζαλάδα του πιοτού. Έξω είχε νυχτώσει για τα καλά, μαύρα σύννεφα ταξίδευαν στον ουρανό και η προβλήτα του λιμανιού ήταν έρημη. Το θόλο βλέμμα του έπεσε προς το μέρος που ήταν αγκυροβολημένα τα λιγοστά πλοία. Κατάρα! Aκόμα να φανεί ο ‘Κρίνος’. Σίγουρα θα καθυστέρησε στην καταιγίδα. Aυτό σημαίνει ότι θ’ αναγκαστώ να περάσω και τρίτη νύχτα σ’ αυτό το άθλιο πανδοχείο. Ένα είναι σίγουρο… Aπόψε δεν είναι η τυχερή μου νύχτα.
Περπατούσε βιαστικά, καθώς η βροχή ολοένα και δυνάμωνε. Έσφιξε πάνω του το φθαρμένο, σκουρόχρωμο πανωφόρι του και έκρυψε τα χέρια του στις μόνιμα τρύπιες τσέπες, για να τα προφυλάξει από το τσουχτερό κρύο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το λιμάνι, με την ελπίδα μήπως και εμφανιστεί ο ‘Κρίνος’. Έστριψε δεξιά σ’ ένα στενό, πλακόστρωτο σοκάκι, κάθετο στην περιβόητη οδό Αντρέ, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Καθώς περπατούσε, ένιωσε ότι κάποιος τον ακολουθεί· είχε αυτή την αίσθηση από την ώρα που έφυγε από το καπηλειό του Σανιόλ. Επιβράδυνε τον βηματισμό του σταδιακά, έπιασε αργά-αργά τη λαβή του στιλέτου που ήταν περασμένο στο καφετί, ξεφτισμένο ζωνάρι του και το έσφιξε γερά στο δεξί του χέρι. Περπάτησε λίγα ακόμη μέτρα και άξαφνα γύρισε προς τα πίσω, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει οτιδήποτε εμφανιστεί μέσα από το σκοτάδι. Τότε ο λοστρόμος
ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, που πρέπει ν’ ακούστηκαν σε ολόκληρη τη Μασσαλία. Ο εχθρός που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν ένα κανελί, μουσκεμένο κουτάβι, που κουνούσε την ουρά του παιχνιδιάρικα. Γονάτισε και το χάιδεψε στο κεφάλι, λέγοντας:
- Πρέπει να ’σαι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που αποζητά τη συντροφιά μου.
- Αδικείς τον εαυτό σου, λοστρόμε! Kι εμείς σ’ αγαπάμε.
Ο λοστρόμος γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος που ακούστηκε η άγρια αντρική φωνή, ενώ ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει σαν δαιμονισμένος.
- Ποιος το ’πε αυτό; Ρώτησε νευρικά ο Τζέηκ, που αδυνατούσε να διακρίνει οτιδήποτε μέσα στο σκοτάδι και τη δυνατή νεροποντή.
- Η συνείδησή σου. Απάντησε η φωνή και τότε μια αστραπή τράνταξε τον ουρανό, φωτίζοντας για λίγα δευτερόλεπτα το στενό σοκάκι. Το έμπειρο μάτι του λοστρόμου πρόλαβε να διακρίνει τρεις γεροδεμένους άντρες, οπλισμένους με γυμνά στιλέτα.
- Ποιοι είστε; Τι ζητάτε από μένα; Φώναξε, μη μπορώντας να διακρίνει τα πρόσωπα τους, παρά μόνο τις φιγούρες τους.
- Χρωστάς την ίδια σου τη ζωή, λοστρόμε! Ο Ντελγάδο λέει ότι το χρέος σου φτάνει τα δύο χιλιάδες δουκάτα. Δυστυχώς για σένα, πρέπει να το ξοφλήσεις αμέσως.
- Το γνωρίζω αυτό, κάθαρμα… είμαι όμως άνθρωπος με τιμή και θα ξεπληρώσω το χρέος μου μόλις επιστρέψω από το ταξίδι μου. Δεν ήταν ανάγκη ο Ντελγάδο να στείλει τα τσιράκια του να με τρομάξουν.
- Πάψε, σκύλας γιε! Αρκετά σε ανέχτηκα. Ξεπλήρωσε το χρέος σου αμέσως και ίσως σε λυπηθώ και ζήσεις λίγα λεπτά ακόμα. Μην ξεχνάς όμως, ότι γνωρίζουμε πολύ καλά πως είσαι μπλεγμένος σε καταστάσεις που δεν σε αφορούν…
Ο λοστρόμος δεν απάντησε, έσκυψε το κεφάλι του και χαμογέλασε. Ώστε γι’ αυτό θέλετε το τομάρι μου, καθάρματα. Πολύ καλά. Aφού το θέλετε έτσι, έτσι θα γίνει! Έπιασε με το δεξί του χέρι το πιστόλι και με το άλλο το στιλέτο. Έσκυψε απότομα και πέταξε το στιλέτο του προς την φιγούρα που διέκρινε καλύτερα. Τον πέτυχε κατευθείαν στην καρδιά. Ο γεροδεμένος άντρας άφησε μια πνιχτή κραυγή, πισωπάτησε και σωριάστηκε στο έδαφος.
- Καταραμένε! Θα πεθάνεις απόψε.
O λοστρόμος γύρισε αστραπιαία προς την κατεύθυνση που ακούστηκε η φωνή και πυροβόλησε στο σκοτάδι. Στάθηκε τυχερός, καθώς η μολυβένια σφαίρα έσχισε τον αέρα και καρφώθηκε στο κεφάλι του άγνωστου άντρα.
Ο λοστρόμος πετάχτηκε όρθιος και έσυρε το σπαθί του. Άλλος ένας και είμαι ελεύθερος. Δεν ξέχασα την τέχνη μου. Tην ίδια στιγμή άκουσε ένα υπόκωφο τρίξιμο και κοίταξε διστακτικά προς το κτίριο που υψωνόταν δίπλα του, με την άκρη του ματιού του. Tο επόμενο δευτερόλεπτο ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Αισθάνθηκε ένα ζεστό τσίμπημα στο στήθος και κοίταξε το πανωφόρι του, που άρχισε να κοκκινίζει από το πηχτό αίμα. Έπεσε στα γόνατα και του γλίστρησε το σπαθί από το χέρι. Είναι σίγουρο πια, δεν είναι η τυχερή μου μέρα.
Το κανελί σκυλί βγήκε από την κρυψώνα του, ένα σπασμένο βαρέλι κρασιού, και πλησίασε δειλά δειλά τον αδικοχαμένο Ντελγάδο. Έκατσε στα δύο πόδια δίπλα του και άρχισε να κλαψουρίζει. Τότε αισθάνθηκε δύο στιβαρά χέρια να το σφίγγουν και να το στριμώχνουν βιαστικά στην αγκαλιά τους.
Είσαι ο μοναδικός μάρτυρας, μικρέ μου. Καλύτερα να έρθεις μαζί μου!
Posted by Under The Black Flag
on 4:11 π.μ..
Filed under
Διηγημα,
Πειρατές,
Captain J.Lankster
.
You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0