Η KOMBIKH ΘEΣH του αρχιπελάγους του Ιονίου στους θαλάσσιους δρόμους που συνέδεαν την ανατολική με τη δυτική Μεσόγειο, η γειτνίαση των νησιών με την αντικρινή οθωμανική στεριά, με την οποία αποτελούσαν οικονομική ενότητα, αλλά και οι τεχνικές προϋποθέσεις της ιστιοφόρου ναυτιλίας, προσέδωσαν από νωρίς στα νησιά αυτά ξεχωριστό στρατηγικό ενδιαφέρον και προσδιόρισαν το διαμετακομιστικό χαρακτήρα του εμπορίου τους.
Aποψη της Κέρκυρας κατά την άφιξη του Γενικού Προνοητή της Θάλασσας, 18ος αι. O Γενικός Προνοητής της Θάλασσας ήταν ο ανώτατος, σε καιρό ειρήνης, Bενετός στρατιωτικός διοικητής στην Ανατολή, με επιπλέον εξουσίες πολιτικές και δικαστικές. Πίνακας ανωνύμου, Bενετία, Nαυτικό Mουσείο (πηγή: Αλίκη Νικηφόρου, «Δημόσιες Τελετές στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της Βενετικής κυριαρχίας», εκδ. «Θεμέλιο», 1999). | Βρισκόμαστε στις απαρχές της επανεμφάνισης της ελληνόκτητης εμπορικής ναυτιλίας μετά την Aλωση, φαινόμενο που εκδηλώθηκε στα δυτικοελλαδικά παράλια, κυρίως λόγω της εντεινόμενης ζήτησης που είχαν τα αγροτικά προϊόντα της Ανατολής στις ευρωπαϊκές αγορές. Κύριο χαρακτηριστικό των ιονικών εμποροναυτιλιακών δραστηριοτήτων αυτής της περιόδου είναι ο έντονα συγκυριακός χαρακτήρας τους. Τα ναυτιλιακά κέντρα μετατοπίζονται με σχετική ευκολία, φωτίζοντας διαδοχικά όλα τα σημεία αυτού του «ακίνητου στόλου της Βενετίας», όπως χαρακτηριστικά αποκάλεσε τα Επτάνησα ο Μπροντέλ: από την Κέρκυρα στη Ζάκυνθο, στη Λευκάδα και τέλος στην Κεφαλονιά και στην Ιθάκη. Οι Ιόνιοι εμποροναυτικοί δεν στερούνταν μόνο τα μεγάλα κεφάλαια, έλλειψη την οποία αναπλήρωναν κυρίως με τις συμμετοχικής μορφής ναυτιλιακές επιχειρήσεις (συντροφίες). Η υποτελής θέση τους συνεπαγόταν την άμεση εξάρτησή τους από την Dominante, η οποία εφάρμοζε μια αυστηρά μερκαντιλιστική-προστατευτική πολιτική, προκειμένου να διασφαλίζει την πλεονεκτική θέση των εμπορευόμενων ευπατρίδων, καθώς και τις μεταπρατικές λειτουργίες της Μητρόπολης. Οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες των Ιονίων, οι οποίοι ξεπέρασαν τον μέσο όρο και ενεπλάκησαν στο δυτικομεσογειακό και ευρωπαϊκό εμπόριο, ήταν εκείνοι που μετά τα πρώτα σημάδια κάμψης της βενετικής ναυτιλίας (περιορισμός των κρατικών νηοπομπών, μείωση των πλοίων που ανήκαν σε «προνομιούχους» Βενετούς) κατόρθωσαν να ενταχθούν πληρέστερα στα βενετικά ναυτιλιακά κυκλώματα, κινητοποιώντας από την πρωτεύουσα δίκτυα ανταποκριτών βασισμένα στην αποτελεσματικότητα των οικογενειακών δομών.
O αρραβώνας της θάλασσας από τον Δόγη την ημέρα της Αναλήψεως. Η τελετή συμβόλιζε την κυριαρχία της Βενετίας στην υδάτινη επιφάνεια. Ο Δόγης, μέσα από την πολυτελή του γαλέρα, το Βουκένταυρο, έριχνε στην Αδριατική το χρυσό του δακτυλίδι, «κάνοντας δική του τη θάλασσα, με τον τρόπο που ένας άνδρας κάνει δική του μια γυναίκα». Eγχρωμο χαρακτικό, 18ος αι. (Kέρκυρα, ιδιωτ. συλλογή). | Από τις διακινήσεις του ιονικού στόλου οι εσωτερικές αποσκοπούσαν κυρίως στην αναπλήρωση των διατροφικών ανεπαρκειών των νησιών. «Oλα τα νησιά της Μεσογείου, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, ήταν τόποι που πεινούσαν». Η εξάρτηση από την οθωμανική στεριά ήταν μονόδρομος. Για τούτο δεν ευθυνόταν το άγονο του εδάφους ή οι κλιματολογικοί όροι, αλλά η δυσαναλογία ανάμεσα στον τοπικό πληθυσμό και στις παραγωγικές δυνατότητες, την οποία σε μεγάλο βαθμό είχε επιβάλει η διασύνδεση της εγχώριας παραγωγής με μονοκαλλιέργειες (κυρίως κρασί και σταφίδα -η ελαιοπαραγωγή είναι υπόθεση του 18ου αι.) που ανταποκρίνονταν σε μια εξωτερική ζήτηση. Οι διακινήσεις αυτού του τύπου ήταν υπερ-κρατικές, υπερέβαιναν δηλαδή τα όρια και τις επιθυμίες των πολιτικών κυριάρχων, ιδίως των Βενετών, και κατέληγαν στην άρθρωση των επιμέρους τοπικών δικτύων του Ιονίου με το μεγάλο δίκτυο που τροφοδοτούσε το εμπόριο της Αδριατικής και των λιμανιών της Δυτικής Ευρώπης. Terminus post quem για μια ιδιαίτερη ναυτιλιακή ανάπτυξη στα νησιά του Ιονίου θα πρέπει να θεωρήσουμε την απόφαση των Βενετών, στα 1501, να ορίσουν τα λιμάνια της Κέρκυρας και της Ζακύνθου ως υποχρεωτικούς σταθμούς για τα πλοία που ταξίδευαν από την Ανατολή προς τη Βενετία, και αντίστροφα, αντικαθιστώντας ουσιαστικά τις «τουρκοπατημένες» Μεθώνη και Κορώνη (1499). Τα δύο νησιά απέκτησαν ένα νέο ρόλο στο αναδιαρθρωμένο εμπορικό σύστημα της Βενετίας με τη μετατροπή τους: α) σε χώρους συγκέντρωσης των προς εξαγωγή εμπορευμάτων της Ηπείρου και της Πελοποννήσου, β) σε αποθήκες διαμετακόμισης για τα ακριβά προϊόντα της Ανατολής που προορίζονταν για τη Βενετία, γ) σε λιμάνια προσέγγισης και ναυπηγοεπισκευαστικά κέντρα του κρατικού εμπορικού και πολεμικού στόλου και δ) σε κέντρα συλλογής πληροφοριών τόσο για τις εμποροναυτιλιακές δραστηριότητες, όσο και για τη γενικότερη κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στο ισπανοκρατούμενο Βασίλειο των Δύο Σικελιών.
Kέρκυρα Η Κέρκυρα, κλειδί της Αδριατικής και θύρα της Ανατολής, άρχισε να εμφανίζει όψη ναυτότοπου ήδη από το δεύτερο μισό του 15ου αι. Tο 1534 είχαν απογραφεί στην πόλη και στα προάστια 1394 «άνθρωποι της θάλασσας» (639 σε πλοία του εμπορικού ναυτικού και 755 στην «αρμάδα»), αριθμός που αντιστοιχούσε στο 34,5% του ενεργού ανδρικού πληθυσμού. Ο τοπικός στόλος απαρτιζόταν από 150 περίπου πλοία μικρού, κυρίως, και μεσαίου εκτοπίσματος με μέση χωρητικότητα τους 60 τόννους, ενταγμένα κατά κανόνα στο κρατικό ναυτιλιακό κύκλωμα. Οι γρίποι, τα σκιράτζα και οι καραβέλες της Κέρκυρας ασκούσαν παράλληλα και ενεργητικό εξαγωγικό εμπόριο. Τις «αυτόνομες» δραστηριότητες του κερκυραϊκού εμπορίου είχαν παρωθήσει αφενός τα κίνητρα που εκχωρήθηκαν στους εμπόρους της Ανατολής από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που αμφισβητούσαν τον κυρίαρχο ρόλο της Βενετίας στο εμπόριο της Αδριατικής και της Ανατολικής Μεσογείου (Αγκόνα, Βασίλειο των Δύο Σικελιών), και αφετέρου η ζήτηση που είχε εκδηλωθεί για την παροχή μεταφορικών υπηρεσιών προς τους Οθωμανούς που συναλλάσσονταν στις εμποροπανηγύρεις των ιταλικών ακτών της Αδριατικής (κυρίως του Λαντσάνο και του Ρεκανάτι). Η προσπάθεια της Γαληνοτάτης να περιορίσει την επέκταση των υπηκόων της σε αγορές που ζημίωναν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά της ήταν άμεση (1514 κ.ε.) και εκδηλώθηκε με τη μορφή πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων στους γρίπους που εισήγαν εμπορεύματα στο λιμάνι της Κέρκυρας, καθώς και με την απόρριψη του αιτήματος των Κερκυραίων να συναλλάσσονται στις εμποροπανηγύρεις του Λαντσάνο και του Ρεκανάτι. Σε μια δεύτερη φάση, στο τρίτο τέταρτο του 16ου αι., η τοπική ναυτιλία επλήγη από τη μετατροπή της πόλης της Κέρκυρας σε πολεμική βάση υψίστης ασφαλείας, στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής για τη συγκρότηση ανθεκτικότερων πόλων αντίστασης στον οθωμανικό κίνδυνο. Η ολοκλήρωση των έργων του τειχισμού και η συγκέντρωση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων από τη μια περιέβαλλαν με ασφάλεια τις δραστηριότητες των κατοίκων, από την άλλη όμως αφαίρεσαν ένα αναγκαίο έρεισμα της εμπορικής πράξης: την ελευθερία των κινήσεων. Zάκυνθος
Η Βενετία και το «Κράτος της Θάλασσας». Γύρω από τη συμβολική μορφή απεικονίζονται πόλεις και λιμάνια που ανήκαν στο βενετικό κράτος (Δαλματία, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Χάνδακας κ.ά.) ή φιλοξενούσαν βενετικές εμπορικές περοικίες (Pωσέττη, Kάιρο κ.ά.). Mικρογραφία από τον κώδικα με το έργο του Carlo Maggi, «I viaggi e l’ avventure», 16ος αι., Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη). | Σταδιακά, η σκυτάλη του ναυτιλιακού κέντρου πέρασε στη Ζάκυνθο, όπου στα τέλη του 16ου αι. η παραγωγή της σταφίδας είχε προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον της διεθνούς εμπορικής κοινότητας. Μετά την απώλεια της Κύπρου (1571) οι Βενετοί στράφηκαν στην ενίσχυση του πολεμικού τους ναυτικού, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη και μη προνομιούχων εμποροναυτικών στο μεγάλο κρατικό μεταφορικό δίκτυο. Αυτήν ακριβώς την περίοδο οι Ζακύνθιοι έμποροι που δραστηριοποιούνταν στην Αγγλία ανέλαβαν να διατηρήσουν ενεργό την εμπορική γραμμή που συνέδεε τη Βενετία και τις κτήσεις της στο Λεβάντε με την Αγγλία. Υποκατέστησαν έτσι τους Βενετούς σε μια μεταβατική περίοδο, στο μεσοδιάστημα από την εκδήλωση μιας σοβαρής κρίσης στην κρατική εμπορική ναυτιλία μέχρι την πλήρη επικράτηση των «Βορείων» στην οικονομία της Ανατολικής Μεσογείου (από το 1620 κ.ε.). Αρκετοί Ζακύνθιοι έμποροι-πλοιοκτήτες (Σουμάκης, Σαμαριάρης, Κουβλής, Μεταξάς κ.ά.) είχαν συγκροτήσει συμπαγή οικογενειακά δίκτυα και διενεργούσαν τις συναλλαγές τους με χρηματοδότηση τόσο των Aγγλων εμπόρων, όσο και των Εβραίων που είχαν εγκατασταθεί στη Βενετία, προερχόμενοι από την Πορτογαλία. Οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις περιβάλλονταν από ένα μεγάλο αριθμό συναδέλφων τους μικρότερου βεληνεκούς. Στο σύνολό τους είχαν σχηματίσει ένα πυκνό τοπικό εμποροναυτιλιακό δίκτυο που αφενός απασχολούνταν στη συλλογή της σταφίδας στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά και στην Πελοπόννησο, και αφετέρου εφοδίαζε τα ελληνικά και τα αγγλικά πλοία που εξήγαν απευθείας στην Αγγλία. Eλληνες και Aγγλοι είχαν συνάψει μια ισχυρή εμπορική συμμαχία τοποθετώντας τη Βενετία στη θέση του κοινού εχθρού. Αμοιβαία ήταν και τα οφέλη αυτής της αγγλοελληνικής σύμπραξης, που ωστόσο υπήρξε βραχύβια, αφού με το πέρασμα στον 17ο αι. η επιβολή αυξημένων φόρων εισαγωγής στην Αγγλία για τους ξένους εμπόρους επέφερε τον αποκλεισμό των Ελλήνων από την απευθείας μεταφορά σταφίδας προς τη Γηραιά Αλβιόνα.
Λευκάδα Η Λευκάδα υπήρξε ο τρίτος κατά χρονική σειρά «ναυτότοπος» του Ιονίου στους νεότερους χρόνους. Αγιομαυρίτικοι γρίποι και καραμουσαλιά εμφανίζονται στο λιμάνι της Βενετίας ήδη από τις αρχές του 16ου αι. Η οθωμανική κατοχή δεν έθετε προσκόμματα στην ελεύθερη ανάπτυξη του τοπικού στόλου, μέρος του οποίου ήδη από τον 16ο αι. είχε επιδοθεί σε πειρατικές δραστηριότητες. Εντυπωσιακά ποσοτικά στοιχεία για τη δυναμικότητα της τοπικής ναυτιλίας αντλούμε από επιστολή του Στάθη Μαρίνου (1623) προς τον Δούκα του Νεβέρ, τον οποίο καλούσε να καταλάβει το οθωμανοκρατούμενο νησί, υποστηρίζοντας ότι αυτό διέθετε τότε 40 μεγάλα πλοία (vascelli) που ταξίδευαν στο Μαγκρέμπ, στη Βενετία και σε άλλα λιμάνια της οθωμανικής Ανατολής, καθώς και 500 βάρκες που μετέφεραν σιτάρι και κρασί στην Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο κ.α. Η πρώιμη άνθηση της ναυτιλίας στη «γιρλάντα του Ιονίου», και κατ' επέκτασιν στην ελληνική Ανατολή, μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζει να γίνεται γνωστή. Hδη έχουν εντοπιστεί πολυπληθή ποσοτικά στοιχεία, που παραμένουν όμως ανομοιογενή και ανεπεξέργαστα. Eχουν επίσης υποδειχθεί οι πηγές για τη διεύρυνση των ερευνητικών οριζόντων που θα επιτρέψουν τη σταδιακή διαμόρφωση της συνθετικής εικόνας ενός φαινόμενου που αποτέλεσε την κύρια διέξοδο των οικονομικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων. |
|